Ο ζωγράφος Δημήτρης Γέρος, που ζει λίγους μήνες το χρόνο στη Μυτιλήνη, έχει φωτογραφίσει και μας παρουσιάζει, μαζί με μια σύντομη περιγραφή, μερικούς από τους ΚΟΥΔΟΥΝΑΤΟΥΣ της Λέσβου που εμφανίζονται στο χωριό Μεσότοπος κάθε Κυριακή των απόκρεω. Οι φωτογραφίες του θα κυκλοφορήσουν σε λεύκωμα από τις Ιταλικές εκδόσεις Damiani.
Ο Μεσότοπος είναι ένα μικρό, τυπικό χωριό, 950 περίπου κατοίκων, στα δυτικά της Λέσβου. Απέχει 74 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού και είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σ’ ένα λόφο με θέα το Αιγαίο. Οι κάτοικοι, που ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και τη γεωργία είναι απλοί, φιλόξενοι, ευγενικοί άνθρωποι, που απολαμβάνουν τη ζωή στη φύση και διατηρούν με ευλάβεια και πίστη τις παραδόσεις τις οποίες φροντίζουν να μεταδίδουν και στις νεότερες γενιές.
Κάθε Κυριακή των Aπόκρεω, εδώ και πολλά χρόνια, ο δραστήριος Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού διοργανώνει καρναβαλικές εκδηλώσεις, που συμπεριλαμβάνουν σατιρικά σκετσάκια και παρλάτες στις οποίες συμμετέχουν κατά κανόνα οι μαθητές των σχολείων και οι νεότεροι από τους κατοίκους του χωριού.
Στο τέλος των εκδηλώσεων εμφανίζεται μια ομάδα ανδρών, στην πλειοψηφία τους κτηνοτρόφοι, που έχουν κρεμασμένα στο σώμα τους μερικές δεκάδες χάλκινα και σιδερένια κουδούνια διαφόρων μεγεθών, από αυτά που φορούν στο λαιμό των αιγοπροβάτων, και που συχνά ξεπερνούν σε βάρος τα 20 κιλά.
Οι Κουδουνάτοι, όπως λέγονται, βάφουν το πρόσωπό τους μαύρο, αφ’ ενός για να μην αναγνωρίζονται και έτσι να μπορούν ελεύθερα να εκφράζουν τις επιθυμίες, τα απωθημένα και τα καταπιεσμένα τους ερωτικά ένστικτα και αφ’ ετέρου, με την αποτρόπαιη εμφάνιση και τον δυνατό, και εξ ίσου τρομακτικό θόρυβο, των κουδουνιών να εξαγνίζουν την κοινότητα και να διώχνουν τις κακές δυνάμεις. Εικάζεται επίσης πως συμβολίζουν τις ψυχές των πεθαμένων που έχουν το χάρισμα να γονιμοποιούν τη γη. Στο κεφάλι φορούν παραδοσιακές μαντίλες ή ένα αυτοσχέδιο καπέλο, με έντονα κίτρινα ή κόκκινα χρώματα, που το έχουν κατασκευάσει κόβοντας στη μέση μια νεροκολοκύθα στην άκρη της οποίας έχουν καρφώσει μερικά φτερά από τις ουρές κόκορα και γαλοπούλας.
Στο χέρι κρατούν ένα μεγάλο και χοντρό φαλλόμορφο ραβδί, την κουτσκούδα, την οποία χτυπούν με δύναμη στη γη, σα να θέλουν να ανοίξουν τη σκοτεινή της μήτρα και να βάλουν μέσα τη ζωή προκειμένου να την γονιμοποιήσουν ή σα να προσπαθούν μέσα από το σκότος των τελευταίων ημερών του χειμώνα να βγάλουν το φως και να αρχίσει η νέα βλάστηση. Το παγανιστικό αυτό έθιμο έχει πολύ βαθιές, αρχέγονες, ρίζες που σχετίζονται με τη διονυσιακή λατρεία και συνδέεται με πράξεις πίστης των κατοίκων που μέσω της «μαγείας» επιδιώκουν να γονιμοποιήσουν τη γη.
Ένας από τους γηραιότερους της ομάδας των Κουδουνάτων διαφέρει από τους άλλους, είναι ντυμένος με λευκά εσώρουχα, στο φανελάκι του είναι ζωγραφισμένος ένα φαλλός, έχει κρεμασμένη μία μεγάλη κουδούνα κάτω από την κοιλιά και στο χέρι του κρατάει ένα μακρύ, κυρτό, ξύλο στην άκρη του οποίου έχει σκαλιστεί, παραστατικότατα, μία βάλανος.
Αυτός είναι ο Γέρος ή ο Μπρουστνέλλας (μπροστάρης) που πηγαίνει πρώτος και ακολουθούν στη σειρά καμιά εξηνταριά Κουδουνάτοι, στοιχισμένοι ο ένας πίσω από τον άλλον, οι οποίοι, και με την βοήθεια του αλκοόλ, έχουν αρχίσει, όπως οι αρχαίες μαινάδες, να βρίσκονται σε έκσταση. Καθώς κατεβαίνουν, με μικρά βήματα, προς το κέντρο του χωριού τόσο ο θόρυβος δυναμώνει και ξεκαθαρίζουν οι ήχοι, ώσπου στο τέλος νομίζεις πώς χιλιάδες εξαγριωμένοι τράγοι μπαίνουν απειλητικά στο χωριό.
Όταν η αποτρόπαιη πομπή φτάσει στην αυλή του Πολιτιστικού Κέντρου, και ο κόσμος την αποθεώνει, οι Κουδουνάτοι, κάθιδροι και σαν αφιονισμένοι, κάνουν μια τελευταία επίδειξη, τρόμου και θορύβου, και μετά, όλοι μαζί, θεατές και καρναβαλιστές πηγαίνουν στον πλούσιο μπουφέ, τον οποίον έχουν ετοιμάσει τα μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου, για να δοκιμάσουν τους τοπικούς μεζέδες, το κρασί και να αρχίσει το μεγάλο γλέντι το οποίο συνεχίζεται και την επομένη, την Καθαρή Δευτέρα, στο επίνειο του χωριού, το Ταβάρι, με νηστίσιμα και διάφορα θαλασσινά, χταπόδια, αχινούς, χτένια, πολύ ούζο, παραδοσιακά και σατιρικά τραγούδια κι’ ανάμεσά τους ένα γραμμένο στην τοπική διάλεκτο, που εξυμνεί την άνοιξη που έρχεται, το μεγάλωμα της μέρας, τη βλάστηση των φυτών και την επιστροφή των χελιδονιών.