Χειροποίητο. Χωρίς τηλέφωνο, χωρίς ηλεκτρισμό, χωρίς internet: ένα παράλληλο και ειρηνικό σύμπαν απλώνεται στα πόδια του Λευκού Βουνού, στη μυθική όαση Σίουα στη δυτική Αίγυπτο…
Εικόνες Μάγια Τσόκλη
Βρισκόμαστε περίπου 8 ώρες δρόμο από το Κάιρο, στην Δυτική έρημο της Αιγύπτου, στην όαση της Σίουα, διάσημη για το μαντείο του Άμμωνος που συμβουλεύτηκε ο δικός μας Αλέξανδρος το 332π.Χ. Αυτή η φιλόξενη πράσινη νησίδα μέσα στην άμμο, σταθμός για τα καραβάνια και Μήλον της Έριδος για τους κατακτητές, αναπτύσσεται σε ένα βύθισμα που φτάνει τα 18 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Έχει προικιστεί από τη φύση με αλμυρές λίμνες και περισσότερες από 230 γλυκές πηγές μία εκ των οποίων αγαπούσε η ίδια η Κλεοπάτρα…
Η όαση έχει σήμερα 23.000 κατοίκους, οι περισσότεροι απόγονοι των Βέρβερων που κυριάρχησαν για αιώνες στη ζωή της βόρειας Αφρικής. Παρά τον πολιτισμικό επεκτατισμό του τουρισμού και την πολιτική «αιγυπτοποίησης» που ακολούθησαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις, οι Βέρβεροι Σίουι εξακολουθούν να διοικούνται από το συμβούλιο των αρχηγών των εννέα φυλών τους, να διατηρούν τη γλώσσα τους, το κουσκούς τους και τα συντηρητικά ήθη τους, που επιβάλουν στις παντρεμένες γυναίκες να μη βλέπουν ποτέ το φως της ημέρας παρά μόνο μέσα από τη σκοτεινή μπούρκα τους.
Η καθημερινότητα κυλά αργά στη Σίουα κάτω από τη σκιά της παλιάς πόλης, του οχυρού Σάλι, ενός κάστρου από άμμο που παρέσυραν -θα’λεγε κανείς- τα κύματα του χρόνου. Ο τειχισμένος οικισμός κτίστηκε στις αρχές του 13ου αιώνα και προστάτευσε τους κατοίκους του για περίπου 800 χρόνια.
Λόγω των φθαρτών υλικών κατασκευής του, τον πυλό και το αλάτι, ταλαιπωρήθηκε πολύ, περισσότερο από το θυμό της φύσης παρά από τους αιμοσταγείς κατακτητές. Μια τριήμερη βροχή το 1926, ένας κατακλυσμός το Δεκέμβρη του 30, ένας άλλος τον Ιανουάριο του 70 και τέλος οι καταστροφικές πλημμύρες του 82 που πήραν μαζί τους υπάρχοντα αλλά και ανθρώπινες ζωές, έκλεισαν τον κύκλο του Σάλι.
Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν χαμηλότερα, στη σύγχρονη πόλη που σφύζει από ζωή μέχρι αργά τη νύχτα, και εμπορεύεται ό’τι παράγει η όαση, κεντητά υφάσματα, ασημένια κοσμήματα, καλάθια, ιβίσκο, μέντα, χέννα, ελιές, λάδι και όλων των ειδών τους χουρμάδες.
« Ένας τόπος που έχει γεννήσει η ίδια η γη, όπου όλοι μπορούν να βιώσουν ευεξία, ευτυχία και χαρά. Αυτό είναι το όνειρό και η βαθύτερη επιθυμία μου…
Τάδε έφη Mounir S. Neamatalla, ο -αμφιλεγόμενος από κάποιους- «mister environment» της Αιγύπτου, πρόεδρος της EQI (Environmental Quality International) που πρωτοεπισκεφθηκε την όαση το 1996 και γοητεύτηκε από την ομορφιά και την πνευματικοτητά της. Όραμά του ήταν να εξελιχθεί η Σίουα σε ένα οικο-χωριό, πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης και πηγή έμπνευσης για άλλες κοινότητες της περιοχής.
Με την υποστήριξη και συνεργασία διεθνών οργανισμών, το όραμα έγινε πραγματικότητα: Γεννήθηκε το ξενοδοχείο Adrère Amellal , τα αδελφά Shali Lodge και Albabenshal , και ένα ολόκληρο δίκτυο μικρών επιχειρήσεων. Μέσα από τις δημιουργίες της μπράντας “Siwa Creations” έγινε προσπάθεια να ενδυναμωθεί η γυναικεία παραδοσιακή δημιουργία και με την ετικέτα “Siwa Organics” και τη συνεργασία σχεδόν του 80% των αγροτών της περιοχής, να αναπτυχθούν οι βιολογικές καλλιέργειες Ιβίσκου, λιόδεντρων και φοινικόδεντρων. Στόχος όλων είναι οι παραπάνω πρωτοβουλίες να ενισχύσουν τις περιθωριοποιημένες κοινότητες και να μετατρέψουν τους οικολογικά ευαίσθητους τόπους μοναδικής πολιτιστικής κληρονομιάς σε παραδειγματικά διατηρημένα οικο-επιχειρηματικά κέντρα.
Το ξενοδοχείο
Κουρνιασμένο στους πρόποδες του επιβλητικού «Λευκού όρους» που δεσπόζει σε αρχαίους ελαιώνες και φοινικιές, τη μεγαλύτερη αλμυρή λίμνη της Σίουα και τους αμμόλοφους της Μεγάλης Αμμοθάλασσας, το απόκοσμο Adrère Amellal (λευκό βουνό στη γλώσσα των Σιουι) προσφέρει στους ταξιδιώτες μια σπάνια “αναχωρητική” εμπειρία.
Ερειπωμένες παραδοσιακές κατοικίες της Σίουα ανακαινίστηκαν και επεκτάθηκαν με τη χρήση της τοπικής πρώτης ύλης kershef – ενός μείγματος ορυκτού άλατος και λάσπης. Το υλικό αυτό διατηρεί την εσωτερική θερμοκρασία σε ευχάριστα επίπεδα και διασφαλίζει την εναρμόνιση των κατασκευών με το περιβάλλον.
Στους χώρους του ξενοδοχείου που διαθέτει 40 δωμάτια και σουίτες, δεν υπάρχει ηλεκτρισμός ή τηλέφωνο (τα κινητά απαγορεύοντας εκτός δωματίων), δεν υπάρχει wifi.
Για τον φωτισμό χρησιμοποιούνται κεριά, πυρσοί και λάμπες πετρελαίου, για την θέρμανση, μαγκάλια όταν κρυώσει ο καιρός.
Τα ανοίγματα στις πόρτες και τα παράθυρα έχουν ακολουθήσει μία βιοκλιματική λογική, ώστε να αιχμαλωτίζουν την αύρα της ερήμου, εξαλείφοντας κάθε ανάγκη για κλιματισμό.
Η επίπλωση είναι απλή, φτιαγμένη από φυσικά υλικά (όπως κοκκοφοίνικα και ξύλο ελιάς), και ακολουθεί παραδοσιακά μοτίβα και θαυμαστές τοπικές τεχνικές. Όσο για τις υπηρεσίες, αυτές υποστηρίζονται υποδειγματικά από ντόπιο και παραδειγματικά εξυπηρετικό, εκπαιδευμένο προσωπικό.
Το ξενοδοχείο διαθέτει 3 διαφορετικά εστιατόρια που υπόσχονται μια ιδιαίτερα υγιεινή διατροφή χάρη στις βιολογικές καλλιέργειες του κτήματος, μία φυσική πισίνα με αλμυρό και δροσερό νερό, και ένα στάβλο με άλογα για την “κατάκτηση” της Μεγάλης Αμμοθάλασσας (Great Sand Sea) αλλά και των πάμπολλων λιγότερο ή περισσότερο γνωστών αρχαιολογικών χώρων όπως το όρος των Νεκρών, το Gebel Al Mawta με τους υπόσκαφους κεντημένους στους πρόποδές του τάφους.
Το Adrere Amellal, που οι Σίουι γνωρίζουν ως Gaafar, βρίσκεται 16 χιλιόμετρα έξω από την Σίουα. Περηφανεύεται δικαίως ότι ανέστησε την οικοδομική τέχνη των αρχιμαστόρων της Σίουα, και ότι οδήγησε στην αναβίωση της παραδοσιακής ζωής της όασης.
Είχα την χαρά να φιλοξενηθώ εκεί κάποια χρόνια πριν, και χάρηκα ιδιαίτερα που -παρά τις δύσκολες εποχές που βιώνει και η Αίγυπτος- το Adrère Amellal συνεχίζει να λειτουργεί απρόσκοπτα. Και όχι μόνον αυτό, αλλά έχουν μπει και συχνές πτήσεις από το Κάιρο για τη Σίουα κάνοντας το ταξίδι ευκολότερο! Συχνά αναπολώ την απόλυτη ησυχία της απεραντοσύνης της ερήμου, τους έναστρους ουρανούς της Αφρικής, το θείο δώρο των βασικών παροχών…
Για πληροφορίες, εδώ